Η πνευματική ιδιοκτησία ως δίκαιο προστασίας του κοινού κτήματος: Το μέλλον του Δημόσιου Τομέα και της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς μετά το άρθρο 14 της Οδηγίας 2019/790
Στο πλαίσιο της Στρατηγικής της για την Ψηφιακή Ενιαία Αγορά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προχώρησε τον περασμένο Απρίλιο στην ψήφιση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για την Πνευματική Ιδιοκτησία στην Ψηφιακή Ενιαία Αγορά (2019/790), με σκοπό να καταστήσει το Ευρωπαϊκό Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας κατάλληλο για την ψηφιακή εποχή. Η νέα ευρωπαϊκή Οδηγία στοχεύει, μεταξύ άλλων, στην υποχρεωτική εναρμόνιση ορισμένων εξαιρέσεων και περιορισμών που έως τώρα ίσχυαν με κατακερματισμένο τρόπο στην Ευρώπη και περιέχει μέτρα για την εξασφάλιση ευρύτερης πρόσβασης σε περιεχόμενο τέχνης και πολιτισμού. Ανάμεσα στις νέες διατάξεις, το άρθρο 14 επιχειρεί να κατοχυρώσει το καθεστώς του Δημοσίου Τομέα στις (ψηφιακές) αναπαραγωγές έργων τέχνης. Στο κείμενο που ακολουθεί, ο Δρ. Θεόδωρος Χίου, νομικός και ακαδημαϊκός εξειδικευμένος στο Δίκαιο της Πνευματικής Ιδιοκτησίας, μας παρουσιάζει το άρθρο 14 και εκθέτει τον προβληματισμό που εγείρει η μεταφορά του άρθρου αυτού στην εθνική νομοθεσία σε σχέση με το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς στην Ελλάδα.
Γράφει ο Δρ. Θεόδωρος Χίου*
Η νέα Ευρωπαϊκή Οδηγία 2019/790 για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και τα συγγενικά δικαιώματα στην ψηφιακή ενιαία αγορά (Digital Single Market Directive – DSM) η οποία τέθηκε σε ισχύ τον περασμένo Μάιο, έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό κυρίως λόγω των διατάξεων που αφορούν την ανάρτηση προστατευόμενου περιεχομένου σε πλατφόρμες διαμοιρασμού όπως το Youtube και την εισαγωγή νέου συγγενικού δικαιώματος υπέρ των εκδοτών τύπου για διαδικτυακές χρήσης των εκδόσεών τους (τέως άρθρα 13 και 15). Λιγότερο γνωστή (αλλά εξίσου σημαντική) είναι η ενότητα της Οδηγίας που περιέχει μέτρα για την εξασφάλιση ευρύτερης πρόσβασης σε περιεχόμενο τέχνης και πολιτισμού εντός της ενιαίας ψηφιακής αγοράς της ΕΕ.
Το άρθρο 14 της Οδηγίας 2019/790 και ο Δημόσιος Τομέας (Public Domain) στο προσκήνιο.
Σε αυτήν την ενότητα εντάσσεται και η διάταξη του άρθρου 14, η οποία επιδιώκει να διευκολύνει τη χρήση έργων, των οποίων η διάρκεια προστασίας από πνευματικά δικαιώματα έχει λήξει και ανήκουν, πλέον, στο Δημόσιο Τομέα (public domain)[1].
Σύμφωνα με τη εν λόγω διάταξη η οποία τιτλοφορείται «Έργα εικαστικών τεχνών που έχουν καταστεί κοινό κτήμα»: «όταν έχει λήξει η διάρκεια προστασίας ενός έργου εικαστικών τεχνών, κάθε υλικό που προκύπτει από πράξη αναπαραγωγής του εν λόγω έργου δεν υπόκειται σε δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας ή συγγενικά δικαιώματα, εκτός εάν το υλικό που προκύπτει από την εν λόγω πράξη αναπαραγωγής είναι πρωτότυπο υπό την έννοια ότι αποτελεί προσωπική πνευματική δημιουργία του δημιουργού.»
Ratio της ρύθμισης.
Ως γνωστόν, κάθε έργο (πχ. κείμενο, φωτογραφία, μουσική σύνθεση, έργο εικαστικών τεχνών κλπ.) καθίσταται κοινό κτήμα μετά την πάροδο 70 ετών από το θάνατο του δημιουργού του. Μετά τη λήξη της προστασίας από πνευματικά δικαιώματα, τα έργα μπορούν να τύχουν ελεύθερης χρήσης, αναπαραγωγής και εκμετάλλευσης από τον καθένα, ακόμα και για εμπορικό σκοπό, χωρίς την ανάγκη προηγούμενης λήψης άδειας.
Εντούτοις, σε ορισμένα κράτη μέλη είναι δυνατή η επίκληση πνευματικών ή συγγενικών δικαιωμάτων επί των ψηφιοποιημένων αντιγράφων και απεικονίσεων των έργων αυτών, όπως π.χ. επί ψηφιακών φωτογραφιών έργων, που απεικονίζουν ή αναπαράγουν με άλλο τρόπο τα μη προστατευόμενα έργα από του δημιουργούς των εν λόγω αντιγράφων.
Ως εκ τούτου, θεωρήθηκε ότι η δημιουργία μονοπωλίου επί των εν λόγω αναπαραγωγών υπονομεύει το καθεστώς του Δημόσιου Τομέα και ότι οι διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών περί πνευματικής ιδιοκτησίας που διέπουν την προστασία των εν λόγω αναπαραγωγών δημιουργούν ανασφάλεια δικαίου και επηρεάζουν τη διασυνοριακή διάδοση έργων εικαστικών τεχνών που έχουν καταστεί κοινό κτήμα.
Περιφρούρηση του Δημόσιου Τομέα.
Σε απάντηση της ανωτέρω πρόκλησης, η διάταξη του άρθρου 14 εισάγει έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή Δημοσίου Τομέα σε Ευρωπαϊκό επίπεδο και θέτει ένα νομικό φραγμό στη μονοπώληση των αναπαραγωγών μη προστατευόμενων πλέον έργων, κρίνοντας ότι η προστασία των αναπαραγωγών έργων που ανήκουν στο Δημόσιο Τομέα μέσω δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ή συγγενικών δικαιωμάτων δεν συνάδει με τη λήξη της προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων[2].
Αυτό καθίσταται δυνατό με την κατά πλάσμα δικαίου προβλεπόμενη αδυναμία απόκτησης πνευματικών ή συγγενικών δικαιωμάτων επί «κάθε υλικού» που προκύπτει από «πράξη αναπαραγωγής» και αναπαράγει μη προστατευόμενο έργο εικαστικών τεχνών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι παράγωγες ψηφιακές απεικονίσεις (π.χ. φωτογραφίες ενός έργου) ή άλλες αναπαραγωγές (π.χ. τρισδιάστατα αντίγραφα) των κοινόχρηστων πλέον έργων τίθενται εκτός του πεδίου προστασίας από το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας.
Διπλή οριοθέτηση: εικαστικά έργα και πιστές αναπαραγωγές.
Πάντως, η ανωτέρω ρύθμιση υπόκειται σε δύο βασικούς περιορισμούς:
- αφορά μόνον τα έργα εικαστικών τεχνών και
- καλύπτει μόνο τις πιστές αναπαραγωγές τους[3].
Τούτο σημαίνει ότι αφενός η διάταξη δεν εφαρμόζεται σε έργα πέραν των εικαστικών τεχνών, όπως πχ. κείμενα, μουσικές συνθέσεις κλπ. Το υλικό που προκύπτει από τα εν λόγω έργα θα δύναται να προστατεύεται από πνευματικά ή συγγενικά δικαιώματα (πχ. εκδοτικά ή παραγωγού και εκτελεστών), εφόσον η σχετική εθνική νομοθεσία το προβλέπει.
Αφετέρου, το υλικό που αναπαράγει εικαστικά έργα που ανήκουν στο κοινό κτήμα δεν θα υπόκειται σε καθεστώς «παρόμοιας διανομής», αλλά στο σύνηθες καθεστώς προστασίας πνευματικών δικαιωμάτων εφόσον χαρακτηρίζεται από πρωτοτυπία, δηλαδή, κατά τη ρητή υπόμνηση της διάταξης, αποτελεί προσωπική πνευματική δημιουργία του δημιουργού του.
Ως πρωτότυπες αναπαραγωγές μη προστατευόμενων έργων θα πρέπει μάλλον να θεωρήσουμε τις αποκαταστικές ψηφιοποιήσεις κοινόχρηστων εικαστικών έργων, τη δημιουργία σύνθετων έργων με βάση μη προστατευόμενα έργα (π.χ. κολλάζ) ή ακόμα τις δημιουργικές προσαρμογές ή μετατροπές τους (πχ. αλλαγή τεχνοτροπίας) .
Μία πρώτη αξιολόγηση της διάταξης.
Η διάταξη του άρθρου 14 είναι σημαντική στο βαθμό που εισάγει μία ρύθμιση πανευρωπαϊκής εφαρμογής που αναγνωρίζει την περιφρούρηση και προστασία του Δημοσίου Τομέα. Η δικαιοπολιτική στάθμιση που επιτυγχάνει τάσσεται υπέρ των συμφερόντων των χρηστών για προώθηση του πολιτισμού και της πρόσβασης στην πολιτιστική κληρονομιά, ιδίως στο ψηφιακό περιβάλλον[4], τουλάχιστον στον τομέα των έργων των εικαστικών τεχνών.
Στην πράξη, η νέα διάταξη διασφαλίζει ότι οι ψηφιακές πιστές απεικονίσεις εικαστικών έργων που ανήκουν στο κοινό κτήμα, όπως αυτές που είναι αναρτημένες στο διαδίκτυο ή αναμένεται να αναρτηθούν πχ. σε ψηφιακό αποθετήριο ή στην ιστοσελίδα ενός φορέα πολιτιστικής κληρονομιάς, θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ελεύθερα από το κοινό, για οποιοδήποτε σκοπό, ακόμα και εμπορικό, χωρίς όμως να αποκλείεται η εμπορική εκμετάλλευσή τους από τον εν λόγω φορέα[5].
Πάντως, η εισαγόμενη περιφρούρηση του Δημοσίου Τομέα είναι de minimis και χωρίς πρόβλεψη μέτρων επιβολής σε περίπτωση υπονόμευσής της. Στην πραγματικότητα, η αξιολόγηση της «πιστότητας» της αντιγραφής ή, αντιστρόφως, της πρωτοτυπίας του παράγωγου έργου απεικόνισης αναμένεται να αποτελέσει τον κρίσιμο σταθμιστικό παράγοντα για τη αναγνώριση ή όχι πνευματικών δικαιωμάτων επί παράγωγου ψηφιοποιημένου υλικού που αναπαράγει έργα του κοινού κτήματος. Η ρητή αναφορά στο (μάλλον χαμηλό) ευρωπαϊκό κριτήριο της πρωτοτυπίας ενδεχομένως να παρέχει ερείσματα για μία συσταλτική προσέγγιση περί της πιστότητας του αντιγράφου.
Προοπτικές για τη χρήση απεικονίσεων μνημείων που ανήκουν στην ελληνική πολιτιστική κληρονομιά.
Τελικό στάδιο για την πλήρη θετικοποίηση της διάταξης του άρθρου 14 είναι η μεταφορά της στις εσωτερικές έννομες τάξεις όλων των κρατών-μελών της ΕΕ μέχρι τον Ιούνιο του 2021.
Η προσέγγιση του εθνικού νομοθέτη αναφορικά με την έννοια του «έργου εικαστικών τεχνών», η οποία δεν ορίζεται εντός της Οδηγίας, θα καθορίσει το τελικό πεδίο εφαρμογής της διάταξης. Ειδικότερα όσον αφορά την μεταφορά στην ελληνική έννομη τάξη, υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το νομοθετικό προηγούμενο του άρθρου 2 παρ. 1 ν. 2121/1993, στα έργα των εικαστικών τεχνών περιλαμβάνονται τα σχέδια, τα έργα ζωγραφικής και γλυπτικής, τα χαρακτικά έργα και οι λιθογραφίες, αλλά όχι οι φωτογραφίες.
Περαιτέρω, η εισαγωγή της διάταξης του άρθρου 14 στην Οδηγία 2019/790 και η επικείμενη μεταφορά της αναπόφευκτα δημιουργεί σχέση έντασης με το ιδιόρρυθμο δικαίωμα του Δημοσίου επί της πολιτιστικής κληρονομιάς που προβλέπει ο ν. 3028/2002 για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Ως γνωστόν, σύμφωνα με το άρθρο 46 παρ. 4 του ανωτέρω νόμου, όπως αυτό ισχύει μετά την πρόσφατη τροποποίησή του[6], σε συνδυασμό με την εξίσου πρόσφατη εκτελεστική Κοινή Υπουργική Απόφαση υπ’ αρ. 356481/254593/7509/2927/2019[7], η παραγωγή και αναπαραγωγή, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, κάθε είδους αντιγράφων και απεικονίσεων μνημείων (πχ. ψηφιακών απεικονίσεων που αναρτώνται στο διαδίκτυο), που ανήκουν στο δημόσιο και βρίσκονται σε αρχαιολογικούς χώρους και ιστορικούς τόπους ή είναι μεμονωμένα, καθώς και κινητών που βρίσκονται σε μουσεία ή συλλογές του Δημοσίου, προϋποθέτει υποχρεωτικά τη λήψη προγενέστερης άδειας από το Υπουργείο Πολιτισμού και, εφόσον αυτές πραγματοποιούνται ιδίως για άμεσο ή έμμεσο οικονομικό ή εμπορικό σκοπό, την καταβολή του αντίστοιχου τέλους στο Τ.Α.Π. πριν από την πραγματοποίηση οποιασδήποτε χρήσης αυτών των αντιγράφων και απεικονίσεων.
Το ανωτέρω καθεστώς χρήσης (πιστών) αναπαραγωγών μνημείων του Δημοσίου, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και έργα των εικαστικών τεχνών, όπως γλυπτά, τοιχογραφίες, λιθογραφίες, αγιογραφίες κλπ., αν τυπικά και δεν ερείδεται σε πνευματικό ή συγγενικό δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου, φαίνεται prima facie να παρουσιάζει προβλήματα συμβατότητας με το νέο ενωσιακό δίκαιο.
Διότι, η υποχρεωτική λήψη προηγούμενης άδειας για τη δημιουργία και χρήση πιστών αναπαραγωγών έργων εικαστικών τεχνών που συνιστούν μνημεία του Δημοσίου και έχουν εξ ορισμού καταστεί, ως έργα, κοινό κτήμα, δεν συνάδει με την εισαγόμενη περιφρούρηση του Δημόσιου Τομέα και την τελολογία του άρθρου 14 της Οδηγίας 2019/790, δυνάμει της οποίας «όλοι οι χρήστες θα έχουν τη δυνατότητα να διαδίδουν επιγραμμικά, με πλήρη ασφάλεια δικαίου, αντίγραφα έργων τέχνης που έχουν καταστεί κοινό κτήμα»[8].
Η μεταφορά της επίμαχης διάταξης στην εσωτερική έννομη τάξη, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντική ευκαιρία για την προώθηση της πρόσβασης και της διαθεσιμότητας της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς στο ψηφιακό περιβάλλον, αναμένεται λοιπόν με ενδιαφέρον.
* Δικηγόρος Πνευματικών δικαιωμάτων, Ψηφιακών Τεχνολογιών και Καινοτομίας (theodoros.chiou@iprights.gr), εκλεγμένος Μεταδιδακτορικός Ερευνητής στη Νομική Σχολή Αθηνών και Διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής.
[1] Αιτ. σκ. 3 Οδηγίας.
[2] Αιτ. σκ. 51 Οδηγίας.
[3] Βλ. αιτ. σκ. 53 Οδηγίας.
[4] Εμμέσως, αιτ. σκ. 53 Οδηγίας.
[5] Βλ. αιτ. σκ. 53 in fine: «Όλα τα ανωτέρω δεν θα πρέπει να εμποδίζουν τα ιδρύματα πολιτιστικής κληρονομιάς να πωλούν αναπαραγωγές, όπως ταχυδρομικές κάρτες.»
[6] Με το άρθρο 15 Ν. 4598/2019, ΦΕΚ Α’ 36/1.3.2019.
[7] ΦΕΚ 2812/Β/4-7-2019.
[8] Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Δελτίο Τύπου, Ερωτήσεις και Απαντήσεις – Υπερψήφιση εκσυγχρονισμένων κανόνων, κατάλληλων για την ψηφιακή εποχή, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Βρυξέλλες, 26 Μαρτίου 2019, διαθέσιμο στο: http://europa.eu/rapid/press-release_MEMO-19-1849_el.htm.
July 29, 2019