Ανοικτή Πρόσβαση και Μουσεία: με δειλά βήματα προς τα μπροστά
Η έννοια της Ανοικτής Πρόσβασης είναι συνδεδεμένη με την επιστήμη- στο χώρο του πολιτισμού μεταφράζεται ανάλογα με το πεδίο εφαρμογής. Για τα μουσεία, εδώ και μερικές δεκαετίες η έννοια της προσβασιμότητας συνδέθηκε με τη φυσική και διανοητική πρόσβαση στο χώρο και στο περιεχόμενο του μουσείου. Η Διεθνής Επιτροπή Μουσείων (ICOM) ορίζει τα μουσεία ως «μη κερδοσκοπικά, μόνιμα όργανα στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ανάπτυξής της, ανοικτά στο κοινό, τα μουσεία συλλέγουν, συντηρούν, μελετούν, επικοινωνούν και εκθέτουν την υλική και άυλη κληρονομιά της ανθρωπότητας και του περιβάλλοντος της για σκοπούς εκπαίδευσης, σπουδής και απόλαυσης “(2007).
Μέχρι πρόσφατα, η έννοια της ανοικτής πρόσβασης αφορούσε μόνο στην άρση των εμποδίων που περιορίζουν το δημόσιο, κοινωφελή ρόλο τον οποίο τα μουσεία έχουν στη ζωή μιας κοινότητας. Αυτοί οι φραγμοί μπορεί να είναι φυσικοί, αισθητικοί, πνευματικοί, οικονομικοί, πολιτιστικοί, συναισθηματικοί, συμπεριφορικοί ή απλά έλλειψη πληροφορίας. Τα φυσικά εμπόδια αντιμετωπίστηκαν στα τέλη του προηγούμενου αιώνα νομοθετικά, με θέσπιση νόμων για την Προσβασιμότητα, όπως πχ με το Disability Discrimination Act 1995 (c 50) στη Μ. Βρετανία, στο πλαίσιο του οποίου έγιναν σημαντικά έργα βελτίωσης της προσβασιμότητας σε ιστορικά κτήρια, μουσεία και βιβλιοθήκες.
Οι αρχές της προσβασιμότητας επεκτάθηκαν και σε επίπεδο πολιτικής εκθέσεων, μουσειολογικής ερμηνείας, ψηφιακών υπηρεσιών κ.α. Τα ίδια τα έργα, αλλά και οι λεζάντες τους, κατέβηκαν στο σωστό ύψος για θέαση από επισκέπτες σε αναπηρικά αμαξίδια ή από το ύψος ενός παιδιού, οι ηχητικοί οδηγοί και τα πολυμεσικά ερμηνευτικά συστήματα μεταφράστηκαν στη BSL (Βritish Sign Language) και σε Braille, όπου είχε εφαρμογή, ακόμα και η διανοητική πρόσβαση βελτιώθηκε με κατευθυντήριες γραμμές για συγγραφή ερμηνευτικού περιεχομένου σε επίπεδο κατανόησης 14 ετών για το γενικό κοινό και εγκεκριμένο μέγεθος γραμματοσειράς το 16 (για άτομα με περιορισμένη όραση). Θυμάμαι ότι το 2003 στην TATE όλη η ομάδα που είχε επαφή με το κοινό εκπαιδευτήκαμε σε τεχνικές «προσβάσιμης επικοινωνίας» (access training) και τεχνικές ‘oral description’, μια μέθοδο περιγραφής ενός έργου τέχνης σε άτομα με περιορισμούς όρασης. Η προσβασιμότητα δεν αφορούσε μόνο άτομα με ειδικές ανάγκες, αλλά και μετανάστες, απομονωμένες ethnic κοινότητες, έφηβες μητέρες και άλλες ευπαθείς ομάδες, για τις οποίες πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένα outreach και diversity προγράμματα για να τους προσκαλέσουν να έρθουν και να διαδράσουν με το περιεχόμενο και τους χώρους του μουσείου. Ακόμα και οι τουρίστες αντιμετωπίστηκαν ως ευπαθής ομάδα, με την έννοια ότι είναι σε μια ξένη χώρα και έχουν το δικαίωμα πρόσβασης, ειδικά σε μουσεία με περιεχόμενο που προέρχεται πολιτιστικά από τις χώρες τους[1].
Η βελτίωση της πρόσβασης στα μουσεία, ενσωματώνοντας την ένταξη και την ποικιλομορφία, προϋποθέτει τη χρήση δημιουργικών ιδεών για την αντιμετώπιση των φυσικών, πνευματικών και κοινωνικών εμποδίων που εμποδίζουν τους πολίτες να επωφεληθούν από τις υπηρεσίες ενός μουσείου. Οι βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα μουσεία κυμαίνονται από την τήρηση των νομοθετικών απαιτήσεων των διατηρητέων κτιρίων μέχρι την κατανόηση και την κάλυψη των διαφορετικών αναγκών διαφορετικών ανθρώπων. Στις προκλήσεις αυτές ήρθε να προστεθεί η πρόκληση του ψηφιοποιημένου περιεχομένου που διαθέτουν τα μουσεία στο διαδίκτυο.
Από τη μια, η πώληση των δικαιωμάτων αναπαραγωγής των έργων των μουσείων πρόσφερε έναν σημαντικό οικονομικό πόρο, ειδικά την εποχή μείωσης των κρατικών επιδοτήσεων και πίεσης για ελεύθερη είσοδο, που ευθυγραμμίζεται με τη νομοθεσία για προσβασιμότητα σε πολιτιστικό περιεχόμενο.
Από την άλλη, όλο και πιο συχνά, χρηματοδοτική προϋπόθεση για έργα ψηφιοποίησης ή προϋπόθεση διάθεσής τους σε συσσωρευτές όπως η Europeana είναι να δίνουν τα μουσεία ανοικτά τα μεταδεδομένα τους και τις εικόνες προεπισκόπησης, αλλά και τα ψηφιακά αρχεία υψηλής ανάλυσης, τα οποία ήταν, μέχρι πρόσφατα, το κατεξοχήν «προϊόν» των μουσείων, για χρήση σε εκδόσεις, καταναλωτικά προϊόντα, σουβενίρ κ.α.. Εδώ και χρόνια υπάρχει ένας διεθνής διάλογος στην κοινότητα των μουσείων για την Ανοικτή Πρόσβαση σε ψηφιακό περιεχόμενο, με ένθερμους υποστηρικτές και σκεπτικιστές να αντιπαραβάλλουν επιχειρήματα.
Οι αρχές της Ανοικτής Πρόσβασης όπως διατυπώνονται για το επιστημονικό περιεχόμενο ευθυγραμμίζονται με τους γενικούς στόχους των μουσείων – δηλαδή τη βελτίωση της εκπαίδευσης και της διαφύλαξης της πολιτιστικής κληρονομιάς – επειδή η βελτίωση της πρόσβασης στις συλλογές τους είναι τόσο σημαντική για την προώθηση αυτών των στόχων. Πολλά μουσεία εναρμονίστηκαν και εισήγαγαν πολιτικές, όπως π.χ. το Metropolitan[2] στη Νέα Υόρκη, «απελευθερώνοντας» όπως είπαν στην επικοινωνιακή τους καμπάνια 200.000 έργα τέχνης που ανήκουν στο ‘public domain’. Το Rijksmuseum στην Ολλανδία δεσμεύτηκε να ψηφιοποιήσει όλες τις συλλογές του (ένα εκατομμύριο έργα τέχνης) μέχρι το 2020. Σήμερα υπάρχουν 200.000+ έργα τέχνης στον δημόσιο τομέα και 40.000 + έργα τέχνης με πνευματικά δικαιώματα διατίθενται ηλεκτρονικά. Εάν ένα έργο τέχνης εμπίπτει στην κατηγορία περιορισμού (π.χ. αν ζει ο καλλιτέχνης του ή δεν έχουν περάσει 70 χρόνια από το θάνατό του) το μουσείο επιχειρεί να συνάψει συμφωνία με τον καλλιτέχνη / κάτοχο πνευματικών δικαιωμάτων για να επιτρέψει τη δημοσίευση μιας εικόνας υψηλής ανάλυσης στον ιστότοπό του.
Τα περισσότερα μουσεία όμως χρησιμοποιούν μια από τις πιο «κλειστές» άδειες χρήσης Creative Commons. Οι πιο κλειστές άδειες επιτρέπουν τη χρήση, με αναφορά του δημιουργού, αλλά δεν επιτρέπουν εμπορική χρήση ή παράγωγα έργα, δηλαδή επιτρέπεται η χρήση μόνο για προσωπική απόλαυση ή εκπαιδευτικό σκοπό. Και ενώ η εμπορική χρήση είναι πιο εύκολη να δικαιολογηθεί ως περιορισμός, η απαγόρευση παράγωγων αποτελεί ζήτημα συζήτησης στην κοινότητα των μουσείων.
Από τη μια, ο περιορισμός των δικαιωμάτων λήψης και επανάχρησης (download and remix) αναιρεί στην ουσία την ανοικτή πρόσβαση σε μουσειακό ψηφιακό περιεχόμενο, περιορίζοντας τη διαδραστικότητα με το ψηφιακό αρχείο. Με τον όρο “διαδραστικότητα” αναφερόμαστε στην οπτική, απτική και δημιουργική αλληλεπίδραση (όπως η χρήση φωτογραφιών ή μοντέλων του αντικειμένου σε έργα τέχνης ή τη διδασκαλία) με το αντικείμενο. Πιο συγκεκριμένα, η διαδραστικότητα μπορεί να περιλαμβάνει ενέργειες όπως η προβολή, η μελέτη, η μεγέθυνση, η περιστροφή, η εκτύπωση, η ενσωμάτωση σε άλλα δημιουργικά παράγωγα κ.ο.κ. Εάν τα μουσεία έχουν πραγματικά δεσμευτεί να ανοίξουν την πρόσβαση στις συλλογές τους και να εξυπηρετούν τις ανάγκες του κοινού, θα πρέπει επίσης να δεσμευτούν για τη βελτίωση της αλληλεπίδρασης με ψηφιοποιημένα αντικείμενα, αξιοποιώντας πλήρως την ευελιξία που προσφέρουν οι τεχνολογίες αυτές.
Από την άλλη, οι επιμελητές των μουσειακών συλλογών, οι οποίοι αναπτύσσουν σχέσεις «μητρότητας» με τα έργα, επειδή τα μελετούν και τα φροντίζουν για χρόνια, φοβούνται και τον «διασυρμό» της ακεραιότητας του έργου, όταν αυτό γελοιοποιείται ή παραποιείται, όπως, για παράδειγμα οι τουριστικές αφίσες της Mona Lisa με τσιγάρα ή άλλες παραποιητικές προσθήκες μέσω Photosphop. Αυτή η ομάδα είναι και η πιο διακαείς υποστηρικτές του περιορισμού της Ανοικτής Πρόσβασης. Ένα άλλο επιχείρημα που ακούγεται εναντίον της Ανοικτής Πρόσβασης είναι και περιπτώσεις κατάχρησης ανοιχτά προσβάσιμων ψηφιακών αρχείων στην στρατευόμενη και πολιτικοποιημένη τέχνη, όπως η χρήση art-right memes (memes[3] που προέρχονται από το χώρο της ακραίας δεξιάς ή άλλα παρόμοια προβληματικά δημιουργικά έργα).
Τα μουσεία που ανοίγουν τις συλλογές τους όμως, όπως το Rijks, βλέπουν σημαντικά οφέλη σε brand capital (επικοινωνιακό κεφάλαιο), με νέες συνεργασίες με τον ιδιωτικό τομέα, μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα και επισκεψιμότητα τόσο στον ιστότοπο, όσο και στο φυσικό χώρο του μουσείου.
H Έλενα Λαγούδη είναι μουσειολόγος, με εμπειρία σε ψηφιακή διαχείριση, κυρίως από εθνικές συλλογές στην Αγγλία, όπως η National Gallery και η TATE. Σήμερα εργάζεται στο ΕΚΤ με την ομάδα που αναπτύσσει υπηρεσίες νέφους για Μουσεία, Αρχεία και Βιβλιοθήκες.
Αναφορές
https://siarchives.si.edu/sites/default/files/…/2016_03_10_OpenCollections_Public.pdf last accessed on November 15, 2017
https://www.metmuseum.org/about-the-met/policies-and-documents/image-resources last accessed on November 15, 2017
https://wiki.creativecommons.org/wiki/Creative_Commons_and_Open_Access last accessed on November 15, 2017
https://creativecommons.org/2010/02/05/the-brooklyn-museum/ last accessed on November 15, 2017
http://ikee.lib.auth.gr/record/282488?ln=el last accessed on November 15, 2017
Υποσημειώσεις
[1] https://www.westminster.ac.uk/research/research-excellence-framework-2014/research-impact/museums-galleries-and-the-international-visitor-experience last access on November 15, 2017
[2] https://www.metmuseum.org/about-the-met/policies-and-documents/image-resources last accessed on November 15, 2017
[3] Η λέξη meme είναι μια συντομογραφία του mimeme (από την Αρχαία Ελληνική λέξη μίμημα, μιμεϊσθαι) δημιουργημένη από τον Βρετανό εξελικτικό βιολόγο Richard Dawkins στο βιβλίο του The Selfish Gene (1976) ως έννοια για συζήτηση των εξελικτικών αρχών στην εξήγηση της διάδοσης ιδεών και πολιτιστικών φαινομένων. Σήμερα σημαίνει μια ιδέα, συμπεριφορά ή στυλ που εξαπλώνεται από άτομο σε άτομο μέσα σε μια κουλτούρα – συχνά με σκοπό να μεταφέρει ένα συγκεκριμένο φαινόμενο, θέμα ή νόημα που αντιπροσωπεύει το meme.
Εικόνα: Two Men Contemplating the Moon, Caspar David Friedrich (German, Greifswald 1774-1840 Dresden), ca.1825-1830, the MET.
November 16, 2017